- ευρυβόας
- εὐρυβόας, ό (ΑΜ)αυτός τού οποίου η φωνή ακούγεται μακριά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ-*. + -βοας (< βοή), πρβλ. καλλι-βόας, μελι-βόας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐρυβόας — εὐρυβόᾱς , εὐρυβόας far shouting masc acc pl εὐρυβόᾱς , εὐρυβόας far shouting masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυβόαι — εὐρυβόας far shouting masc nom/voc pl εὐρυβόᾱͅ , εὐρυβόας far shouting masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυβόα — εὐρυβόᾱ , εὐρυβόας far shouting masc nom/voc/acc dual εὐρυβόας far shouting masc voc sg εὐρυβόᾱ , εὐρυβόας far shouting masc gen sg (doric aeolic) εὐρυβόας far shouting masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυβόαν — εὐρυβόᾱν , εὐρυβόας far shouting masc acc sg (epic doric aeolic) εὐρυβόας far shouting masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρυ- — (ΑΜ εὐρυ ) α συνθετικό λέξεων το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τις σημασίες: α) πλατύς, εκτεταμένος (πρβλ. εὐρυτενής, εὐρύτιμος) β) μεγάλος, πολύς (εὐρυγάστωρ, εὐρυδίνης, εὐρυμαθής) γ) βαθύς (εὐρυβέρεθρος) δ) ισχυρός (εὐρυσθενής). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek